γατί

γατί
και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν)
1. η γάτα ή το νεογνό της
2. καχεκτικό παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού -τ- σε -τσ- (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γατί — το 1. μικρή γάτα, γατάκι. 2. γάτα: Το γατί μόλις το πλησιάσαμε κρύφτηκε τρομαγμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Diminutivaffix — Ein Diminutivaffix ist eine dem Wortstamm zugesetzte Vor oder Nachsilbe (Affix) die der grammatischen Verkleinerung (Diminutiv) dient. Solche Silben sind als Präfixe und Suffixe der Wortbildung zu betrachten. Die Affigierung ist nur eine von… …   Deutsch Wikipedia

  • ATERGATIS — quam et Atergatam et Derceto Strabo l. 16. appellat, Dea Ascaloni arum Syriae, quam Plin. l. 5. c. 23. prodigiosam vocat, quod simulacrum eius superiore parte mulierem, reliquâ piscem referret. Dodor. Sic. l. 2. Αὕτη δὲ τὸ μὲν πρόσωπον ἔχει… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • γατιάζω — και γατσιάζω και κατσιάζω [γατί, γατσί, κατσί] 1. (αμτβ. για πρόσ. και ζώα) χάνω τη ζωηρότητά μου, αδυνατίζω 2. αγριεύω σαν τη γάτα …   Dictionary of Greek

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • τεμπέλικος — η, ο, Ν [τεμπέλης] αυτός που προσιδιάζει σε τεμπέλη (α. «τεμπέλικο γατί» β. «τεμπέλικη ζωή») …   Dictionary of Greek

  • χαδιάρικος — η, ο, Ν [χαδιάρης / χαϊδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαδιάρη («χαδιάρικο βλέμμα») 2. θωπευτικός, τρυφερός («μάς φέρνουν τη χαδιάρικη δροσιά τού Απρίλη», Παλαμ.) 3. χαδιάρης («χαδιάρικο γατί»). επίρρ... χαδιάρικα Ν με χαδιάρικο… …   Dictionary of Greek

  • Μητσάκης, Μιχαήλ — (Μέγαρα 1868 – Αθήνα 1916). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Φοίτησε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επειδή επιδόθηκε νωρίς και αποκλειστικά στη δημοσιογραφία. Κυκλοφόρησε και δύο δικές του σατιρικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”